νηρόν — νηρόν, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ταπεινόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το νηρός ή με το νέρθε δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek
νηρόν — νηρός fresh masc acc sg νηρός fresh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
νηρίτης — και νηρείτης, ὁ (Α) ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. τής λ. ἀναρίτης* γεννά προβλήματα λόγω τού αρκτικού α … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Анероид — (от др. греч. ἀ «не » и νηρόν «вода») прибор для измерения атмосферного давления, тип барометра, действующий без помощи жидкости. Устройство прибора Приёмной частью анероида служит цилиндрическая металлическая коробка с концентрически … Википедия
DAPHNE — I. DAPHNE Penei sive Ladonis fluv. filia, quae cum Apollinis vim effugere non posset, implorato paterni numinis auxilio inlaurum commutata est. Ovid. l. 1. Met. v. 504. et 521. Laurum Daphne sig.ac fingitur Penei fluv. filia, eo quod ripae eius… … Hofmann J. Lexicon universale
NERO — Syris et Posterioribus Graecis, locus ille delitiis famosus prope Antiochiam, Daphne dictus olim, abolitâ appellatione istâ, vocari coepit, propter aquarum scaturigines: Gap desc: Hebrew enim Syris et Arabibus idem, ac Hebraeis fluvius; unde Νερὸ … Hofmann J. Lexicon universale
νέριο — και νήριο, το (Α νήριον) βοτ. γένος δικότυλων φυτών με ένα μόνο πολύμορφο είδος, το Nerium oleander, γνωστό ως ροδοδάφνη, πικροδάφνη, λέαντρος, που είναι αειθαλής θάμνος ή δενδρύλλιο και φυτρώνει στις όχθες ποταμών και ρυακιών ή καλλιεργείται σε… … Dictionary of Greek
νήρις — Κωμόπολη της αρχαίας Κυνουρίας, που αναφέρεται από τον Παυσανία (II, 38,6). Η θέση της φαίνεται να ήταν κοντά στο χωριό Ελληνικό, όπου σώζονται ερείπια από αρχαία τείχη. * * * (I) νήρις, ιος, ἡ (Α) το φυτό νάρδος. (II) νήρις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ … Dictionary of Greek
νηρός — νηρός, ά, όν, θηλ. και ός (ΑΜ) (το ουδ. και το αρσ. ως ουσ.) τὸ νηρόν και ὁ νηρός νερό φρέσκο και δροσερό, νερό τής πηγής αρχ. (για ψάρια) νωπός, φρέσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός, με συναίρεση (βλ. και λ. νερό)] … Dictionary of Greek