νηρόν

νηρόν
νηρόν
Grammatical information: adj.
Meaning: τὸ ταπεινόν H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not to νέρθε with Fick, KZ 43 (1909-1910)149. I don't understand why Chantraine connects νῆρις 2.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νηρόν — νηρόν, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ταπεινόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το νηρός ή με το νέρθε δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • νηρόν — νηρός fresh masc acc sg νηρός fresh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • νηρίτης — και νηρείτης, ὁ (Α) ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. τής λ. ἀναρίτης* γεννά προβλήματα λόγω τού αρκτικού α …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Анероид — (от др. греч. ἀ «не » и νηρόν «вода») прибор для измерения атмосферного давления, тип барометра, действующий без помощи жидкости. Устройство прибора Приёмной частью анероида служит цилиндрическая металлическая коробка с концентрически …   Википедия

  • DAPHNE — I. DAPHNE Penei sive Ladonis fluv. filia, quae cum Apollinis vim effugere non posset, implorato paterni numinis auxilio inlaurum commutata est. Ovid. l. 1. Met. v. 504. et 521. Laurum Daphne sig.ac fingitur Penei fluv. filia, eo quod ripae eius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NERO — Syris et Posterioribus Graecis, locus ille delitiis famosus prope Antiochiam, Daphne dictus olim, abolitâ appellatione istâ, vocari coepit, propter aquarum scaturigines: Gap desc: Hebrew enim Syris et Arabibus idem, ac Hebraeis fluvius; unde Νερὸ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νέριο — και νήριο, το (Α νήριον) βοτ. γένος δικότυλων φυτών με ένα μόνο πολύμορφο είδος, το Nerium oleander, γνωστό ως ροδοδάφνη, πικροδάφνη, λέαντρος, που είναι αειθαλής θάμνος ή δενδρύλλιο και φυτρώνει στις όχθες ποταμών και ρυακιών ή καλλιεργείται σε… …   Dictionary of Greek

  • νήρις — Κωμόπολη της αρχαίας Κυνουρίας, που αναφέρεται από τον Παυσανία (II, 38,6). Η θέση της φαίνεται να ήταν κοντά στο χωριό Ελληνικό, όπου σώζονται ερείπια από αρχαία τείχη. * * * (I) νήρις, ιος, ἡ (Α) το φυτό νάρδος. (II) νήρις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ …   Dictionary of Greek

  • νηρός — νηρός, ά, όν, θηλ. και ός (ΑΜ) (το ουδ. και το αρσ. ως ουσ.) τὸ νηρόν και ὁ νηρός νερό φρέσκο και δροσερό, νερό τής πηγής αρχ. (για ψάρια) νωπός, φρέσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός, με συναίρεση (βλ. και λ. νερό)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”